- ναυτόπουλο
- το1. ναυτόπαιδο2. (ιδίως με θωπευτική σημασία) νεαρός ναύτης, ναυτάκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναυτόπουλο — το νεαρός ναύτης: Φτωχό ναυτόπουλο, πουγυρνά σε ποθητό ακρογιάλι (Δροσίνης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη … Dictionary of Greek
μουτσόπουλο — το μικρός μούτσος, ναυτόπουλο («έχω και τρία μουτσόπουλα που τους καιρούς γνωρίζουν», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < μούτσος + υποκορ. κατάλ. πουλο (πρβλ. βασιλό πουλο)] … Dictionary of Greek
ναύτης — ο (ΑΜ ναύτης, Α θηλ. ναύτρια, Μ και νάπτης) αυτός που ταξιδεύει με πλοίο και εργάζεται σε αυτό αποτελώντας μέλος τού πληρώματός του, σε αντιδιαστολή με τους βαθμοφόρους, και εκτελεί, κυρίως, ναυτικές εργασίες («διὰ τὴν τῶν κυβερνητῶν και ναυτῶν… … Dictionary of Greek
ναυτόπαιδο — το μαθητευόμενος νεαρός ναύτης, αλλ. ναυτόπουλο, μούτσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)